Συχνά πυκνά, παρατηρώ, ότι πολλές φορές επεκτείνεται ο αρμός της ανωδομής των κτιρίων και στη θεμελίωση τους. Παρακάτω εξηγώ τους λόγους για τους οποίους πρέπει να αποφεύγεται αυτή η πρακτική:
1. Ο αρμός στην ανωδομή επιλέγεται σε επιμήκη κτίρια, δηλ. με κάτοψη άνω των 40,00μ, τα οποία λόγω θερμοκρασιακών μεταβολών ή λόγω συστολών ξήρανσης του σκυροδέματος, υποφέρουν από την ανάπτυξη αυτεντατικών καταστάσεων μέσω των δίσκων των πλακών και στα υπολοιπα φέροντα στοιχεία. Επειδή στη θεμελίωση δεν υπάρχει η επιροή της θερμοκρασίας, ελλείπει ο λόγος αυτός.
2. Η θεμελίωση, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν άκαμπτη, ώστε να αποτελεί έναν αξιόπιστο μηχανισμό μεταφοράς των δυνάμεων στο έδαφος. Οι άκαμπτες θεμελιώσεις, δίνουν τη δυνατότητα καλύτερης προσέγγισης της συμπεριφοράς τους μέσω των πεπερασμένων στοιχείων.
3. Τυχόν ύπαρξη αρμών στη θεμελίωση, μπορούν να επιφέρουν διαφορικές καθιζήσεις μεταξύ των δύο μερών της, διαφορικές καθιζήσεις, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθούν με κάποιο αριθμητικό μοντέλο προσέγγισης. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε, ότι σε ένα κτίριο με δύο τμήματα χωριζόμενα με αρμό, το ένα είναι δυόροφο και το άλλο τετραόροφο. Είναι προφανές, ότι το ψηλό τμήμα θα εμφανίσει σε βάθος χρόνου μεγαλύτερες καθιζήσεις. Εάν η θεμελίωση των δύο δεν είναι ενιαία, τότε, στη θέση του αρμού, είναι πολύ πιθανό να μεταφερθούν στις πλάκες των ορόφων οι διαφορικές καθιζήσεις της θεμελίωσης. Αλλά ακόμη και μεταξύ δύο τμημάτων κτιρίων ίδιου αριθμού ορόφων, λόγω διαφορετικής συμπιεστότητας του εδάφους, λόγω ανομιομορφίας φόρτισης κλπ μπορούν να εμφανιστούν διαφορικές καθιζήσεις.
Για τους ανωτέρω λόγους, θεωρούμε, ότι κάθε αρμός της ανωδομής πρέπει να μήν επεκτείνεται στη θεμελίωση.
Εξαίρεση θα μπορούσε να αποτελέσει η έδραση επί βραχώδες έδαφος, όπου η συμπιεστότητα του εδάφους είναι μηδενική.
1. Ο αρμός στην ανωδομή επιλέγεται σε επιμήκη κτίρια, δηλ. με κάτοψη άνω των 40,00μ, τα οποία λόγω θερμοκρασιακών μεταβολών ή λόγω συστολών ξήρανσης του σκυροδέματος, υποφέρουν από την ανάπτυξη αυτεντατικών καταστάσεων μέσω των δίσκων των πλακών και στα υπολοιπα φέροντα στοιχεία. Επειδή στη θεμελίωση δεν υπάρχει η επιροή της θερμοκρασίας, ελλείπει ο λόγος αυτός.
2. Η θεμελίωση, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν άκαμπτη, ώστε να αποτελεί έναν αξιόπιστο μηχανισμό μεταφοράς των δυνάμεων στο έδαφος. Οι άκαμπτες θεμελιώσεις, δίνουν τη δυνατότητα καλύτερης προσέγγισης της συμπεριφοράς τους μέσω των πεπερασμένων στοιχείων.
3. Τυχόν ύπαρξη αρμών στη θεμελίωση, μπορούν να επιφέρουν διαφορικές καθιζήσεις μεταξύ των δύο μερών της, διαφορικές καθιζήσεις, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθούν με κάποιο αριθμητικό μοντέλο προσέγγισης. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε, ότι σε ένα κτίριο με δύο τμήματα χωριζόμενα με αρμό, το ένα είναι δυόροφο και το άλλο τετραόροφο. Είναι προφανές, ότι το ψηλό τμήμα θα εμφανίσει σε βάθος χρόνου μεγαλύτερες καθιζήσεις. Εάν η θεμελίωση των δύο δεν είναι ενιαία, τότε, στη θέση του αρμού, είναι πολύ πιθανό να μεταφερθούν στις πλάκες των ορόφων οι διαφορικές καθιζήσεις της θεμελίωσης. Αλλά ακόμη και μεταξύ δύο τμημάτων κτιρίων ίδιου αριθμού ορόφων, λόγω διαφορετικής συμπιεστότητας του εδάφους, λόγω ανομιομορφίας φόρτισης κλπ μπορούν να εμφανιστούν διαφορικές καθιζήσεις.
Για τους ανωτέρω λόγους, θεωρούμε, ότι κάθε αρμός της ανωδομής πρέπει να μήν επεκτείνεται στη θεμελίωση.
Εξαίρεση θα μπορούσε να αποτελέσει η έδραση επί βραχώδες έδαφος, όπου η συμπιεστότητα του εδάφους είναι μηδενική.